ὀλιγόβουλος

ὀλιγόβουλος
ὀλῐγό-βουλος, ον,
A with little discretion, Adam.2.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολιγόβουλος — ὀλιγόβουλος, ον (Α) αυτός που είναι σε μικρό βαθμό συνετός, που έχει λίγη κρίση, λίγη φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγόβουλοι — ὀλιγόβουλος with little discretion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”